- Λέοντε
- Λέωνmasc nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λέοντε — λέων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύννομος — (I) και αττ. τ. ξύννομος και βοιωτ. τ. σούννομος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που βόσκει μαζί με άλλα, που ζει κατά αγέλες (α. «σύννομα μᾱλ ἐσορῶν», Θεόκρ. β. «ὁ δὲ ταῡρος, ὅταν ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, τότε γίνεται σύννομος», Αριστοτ.) 2. αυτός που ζει με … Dictionary of Greek
Λέονθ' — Λέοντα , Λέων masc acc sg Λέοντι , Λέων masc dat sg Λέοντε , Λέων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέονθ' — λέοντα , λέων masc acc sg λέοντι , λέων masc dat sg λέοντε , λέων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέοντ' — Λέοντα , Λέων masc acc sg Λέοντι , Λέων masc dat sg Λέοντε , Λέων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέοντ' — λέοντα , λέων masc acc sg λέοντι , λέων masc dat sg λέοντε , λέων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)